Κ. Μανωλόπουλος: Το στοίχημα είναι να αξιοποιήσουμε την εμπειρία μας από το εξωτερικό

Ο όρος “brain drain”, δηλαδή η φυγή εκατοντάδων χιλιάδων νέων Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό εισήχθη στο λεξιλόγιο της καθημερινότητάς μας στα χρόνια της κρίσης και έκτοτε ως φαινόμενο συνεχίζει να μας απασχολεί μέχρι και σήμερα. Για έναν επιστήμονα που επιθυμεί πραγματικά να εντρυφήσει στην επιστήμη που επέλεξε να υπηρετήσει, το εξωτερικό δεν αποτελεί μόνο πηγή απόκτησης εμπειρίας αλλά και μια σημαντική ευκαιρία εξέλιξης της καριέρας του. Τι μπορεί να οδηγήσει σήμερα, έναν ιατρό που εργάζεται στο εξωτερικό στην απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα; Μπορεί η χώρα μας να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες που θα επιτρέψουν, αλλά και θα ενισχύσουν την επιστροφή των “braindrainers”;

Συναντήσαμε τον Δρ. Κωνσταντίνο Μανωλόπουλο με πολυετή εργασιακή εμπειρία και σπουδές στο εξωτερικό και μιλήσαμε αναλυτικά για το φαινόμενο του “brain drain”, αλλά και για τις δυνατότητες του “brain gain” στην Ελλάδα. Ο Δρ. Κωνσταντίνος Μανωλόπουλος σπούδασε Ιατρική στα Πανεπιστήμια Bochum και Düsseldorf Γερμανίας, εξειδικεύτηκε στην Ενδοκρινολογία, Διαβητολογία και Γενική Εσωτερική Παθολογία, διετέλεσε Επιστημονικός Συνεργάτης στο Κέντρο Διαβήτη, Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού (Oxford Centre for Diabetes, Endocrinology and Metabolism) του Πανεπιστημίου Οξφόρδης και έγινε Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Οξφόρδης (D.Phil.).Το 2020 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ελλάδα όπου διατηρεί Ενδοκρινολογικά Ιατρεία στο κέντρο της Αθήνας και στην Καλαμάτα ενώ είναι Διευθυντής του Τομέα Μη-Επεμβατικής Θεραπείας Θυρεοειδούς και Μεταβολισμού στο νοσοκομείο Therapis.

Κε Μανωλόπουλε, πώς εκτιμάτε την εμπειρία και φοίτησή σας σε Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο και τι ήταν αυτό που σας ώθησε να κάνετε αυτή την επιλογή;

Φοίτησα στην Ιατρική Σχολή των Πανεπιστημίων Bochumκαι Düsseldorf της Γερμανίας και η εμπειρία μου χαρακτηρίστηκε από την εξαιρετική οργάνωση των σπουδών, αλλά και από το υψηλό επίπεδο των απαιτήσεων απέναντι στους φοιτητές όσον αφορά στις επιδόσεις τους στα διάφορα μαθήματα. Αυτό το τελευταίο βέβαια, είναι χαρακτηριστικό της ιατρικής σχολής και σε πολλές άλλες χώρες, πιστεύω. Πέρα από το καθαρά γνωσιακό κομμάτι των σπουδών όμως, το γερμανικό πανεπιστήμιο δίνει μεγάλη έμφαση και στο να μάθει κανείς τον τρόπο με τον οποίο αποκτάται η γνώση. Δηλαδή, να μπορεί κανείς να δουλεύει ανεξάρτητα με μια σειρά από εργαλεία που να του εξασφαλίζουν πρόσβαση σε νέες γνώσεις για όλη του τη ζωή. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που διέπει τον γερμανικό τρόπο προσέγγισης στην εκπαίδευση γενικά, είτε μιλάμε για το σχολείο, το πανεπιστήμιο ή τις τεχνικές σχολές τους, και που μεταφράζεται στην περίφημη «γερμανικήμεθοδικότητα δουλειάς» που θα έχουν γνωρίσει όσοι έχουν επαγγελματικές επαφές με την Γερμανία.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο βρέθηκα αρχικά ως διδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και μετέπειτα για πολλά χρόνια ως πανεπιστημιακός ενδοκρινολόγος και κλινικός ερευνητής. Είχα λοιπόν, την ευκαιρία να γνωρίσω πολύ καλά το πανεπιστημιακό σύστημα της χώρας και από τις δύο όψεις – του φοιτητή και του διδάσκοντα. Εκεί ήρθα σε επαφή με την αγγλοσαξονική προσέγγιση στην εκπαίδευση, και τον τρόπο δουλειάς, γενικότερα. Σε αντίθεση με την Γερμανία, που είναι έντονα συντηρητική σε θέματα ιεραρχίας και καινοτομίας, στο Ηνωμένο Βασίλειο δίδεται μεγάλη έμφαση στην εξέλιξη και αξιοποίηση των προσωπικών δυνατοτήτων του καθενός με στόχο την πρόοδο του συνόλου. Δηλαδή, στην Οξφόρδη έμαθα ως διδακτορικός φοιτητής μια σειρά από ερευνητικές μεθόδους αιχμής της εποχής για να τις εφαρμόσω τόσο στο δικό μου ερευνητικό πρόγραμμα αλλά και σε άλλες μελέτες της ερευνητικής ομάδας, ώστε όλοι μαζί να προχωρήσουμε σε νέες επιστημονικές ανακαλύψεις. Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει και η λεγόμενη «yes, youcan» προσέγγιση σε κάθε νέα ιδέα, ανεξάρτητα από το ποιος την είχε. Με άλλα λόγια, σου δινόταν η ευκαιρία να δοκιμάσεις αρχικά μια ερευνητική ιδέα σου χωρίς πολλούς ενδοιασμούς και με σχετικά εύκολη πρόσβαση σε μικρά ποσά χρηματοδότησης. Αν μπορούσες να αποδείξεις ότι αυτή η ιδέα άξιζε, τότε υπήρχε και η δυνατότητα να την επεξεργαστείς ανεξάρτητα σε βάθος, περνώντας όμως μέσα από έναν άκρως ανταγωνιστικό διαγωνισμό χρηματοδότησης έρευνας. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να επιλέγουν τους καλύτερους επιστήμονες και να παραμένουν στην κορυφή της επιστημονικής έρευνας τόσο στην ιατρική όσο και σε πολλά άλλα πεδία.

Διαβάστε περισσότερα στο cnn.gr.

Leave a reply