Ποια είναι η κατάλληλη θεραπεία;
Η θεραπεία του διαβήτη διαμορφώνεται ανάλογα με τον τύπο του διαβήτη. Βασικοί πυλώνες της αντιμετώπισης του διαβήτη είναι η μέτρηση του σακχάρου στο αίμα, η προσαρμογή της διατροφής, η απώλεια βάρους και διατήρηση ενός υγιούς βάρους, και η χορήγηση ινσουλίνης ή άλλων φαρμάκων ανάλογα με την περίπτωση.
Θεραπεία του διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2
Η θεραπεία για διαβήτη τύπου 1 περιλαμβάνει ενέσεις ινσουλίνης ή χρήση αντλίας ινσουλίνης, συχνούς ελέγχους σακχάρου στο αίμα (αυτοέλεγχος) και μέτρηση υδατανθράκων που περιέχονται στη διατροφή. Η θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 περιλαμβάνει κυρίως αλλαγές στο τρόπο ζωής, παρακολούθηση του σακχάρου στο αίμα, μαζί με φάρμακα για το διαβήτη, ινσουλίνη ή και τα δύο.
Ανάλογα με το πρόγραμμα θεραπείας, ελέγχουμε και καταγράφουμε το σάκχαρο στο αίμα μας τέσσερις φορές την ημέρα ή συχνότερα εάν παίρνουμε ινσουλίνη. Η προσεκτική παρακολούθηση είναι ο μόνος τρόπος για να βεβαιωθούμε ότι το επίπεδο σακχάρου στο αίμα μας παραμένει εντός των στόχων μας. Τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 που δεν λαμβάνουν ινσουλίνη ελέγχουν γενικά το σάκχαρό τους πολύ λιγότερο συχνά.
Τα άτομα που λαμβάνουν θεραπεία με ινσουλίνη μπορούν επίσης να επιλέξουν να παρακολουθούν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους με συνεχή παρακολούθηση γλυκόζης μέσω αυτόματων μετρητών. Αν και αυτή η τεχνολογία δεν έχει ακόμη αντικαταστήσει εντελώς τον κλασικό μετρητή γλυκόζης, παρέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις τάσεις στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα χωρίς να χρειάζεται να τρυπάμε συνέχεια τα δάκτυλά μας.
Εκτός από την καθημερινή παρακολούθηση του σακχάρου στο αίμα, γίνονται εξετάσεις της λεγόμενης γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C) για τη μέτρηση του μέσου επιπέδου σακχάρου στο αίμα τους τελευταίους δύο έως τρεις μήνες. Ένα αυξημένο επίπεδο HbA1C μπορεί να σηματοδοτεί την ανάγκη αλλαγής των φαρμάκων, του σχήματος ινσουλίνης ή του προγράμματος διατροφής.
Θεραπεία με ινσουλίνη
Τα άτομα με νεανικό διαβήτη τύπου 1 χρειάζονται θεραπεία με ινσουλίνη από την στιγμή που γίνεται η διάγνωση. Πολλά άτομα με διαβήτη τύπου 2 ή διαβήτη κύησης χρειάζονται επίσης θεραπεία με ινσουλίνη. Υπάρχουν πολλοί τύποι ινσουλίνης, όπως ινσουλίνη ταχείας δράσης, ινσουλίνη μακράς δράσης και ενδιάμεσες επιλογές. Η ινσουλίνη δεν μπορεί να ληφθεί από το στόμα για τη μείωση του σακχάρου στο αίμα, επειδή τα ένζυμα του στομάχου παρεμποδίζουν τη δράση της ινσουλίνης. Συχνά η ινσουλίνη εγχέεται χρησιμοποιώντας μια λεπτή βελόνα και σύριγγα ή ένα στυλό ινσουλίνης – μια συσκευή που μοιάζει με μια μεγάλη πένα μελανιού. Μια άλλη επιλογή μπορεί να είναι η χρήση αντλίας ινσουλίνης. Η αντλία είναι μια συσκευή στο μέγεθος ενός κινητού που φοριέται στο εξωτερικό του σώματός μας. Η αντλία προγραμματίζεται ώστε να παρέχει περισσότερο ή λιγότερο ινσουλίνη ανάλογα με τα γεύματα, το επίπεδο σωματικής δραστηριότητας και το επίπεδο σακχάρου στο αίμα.
Θεραπεία με άλλα φάρμακα
Στο διαβήτη τύπου 2, εκτός από την ινσουλίνη που συνήθως δίνεται σε προχωρημένα στάδια, συνταγογραφούνται και άλλα φάρμακα σε μορφή δισκίων (χάπια) ή ενέσιμων φαρμάκων. Μερικά φάρμακα για το διαβήτη διεγείρουν το πάγκρεας για να παράγει και να απελευθερώνει περισσότερη ινσουλίνη. Άλλα αναστέλλουν την παραγωγή και την απελευθέρωση γλυκόζης από το συκώτι, πράγμα που σημαίνει ότι χρειαζόμαστε λιγότερη ινσουλίνη για τη μεταφορά σακχάρου στα κύτταρα μας. Ακόμα άλλα εμποδίζουν τη δράση των ενζύμων του στομάχου ή του εντέρου που διαλύουν τους υδατάνθρακες ή κάνουν τους ιστούς μας πιο ευαίσθητους στην ινσουλίνη. Η μετφορμίνη είναι γενικά το πρώτο φάρμακο που συνταγογραφείται για το διαβήτη τύπου 2. Άλλα φάρμακα είναι οι σουλφονυλουρίες, οι γλιταζόνες, οι αναστολείς DDP-4, οι αναστολείς SGLT2, και τα ινκρετινο-μιμητικά.
Θεραπεία του διαβήτη κύησης
Ο έλεγχος των επιπέδων σακχάρου στο αίμα είναι απαραίτητος για τη διατήρηση της υγείας του μωρού και την αποφυγή επιπλοκών κατά τη διάρκεια του τοκετού. Στο διαβήτη κύησης μεγάλο ρόλο παίζει η υγιεινή διατροφή και η άσκηση. Το πρόγραμμα θεραπείας μπορεί να περιλαμβάνει εκτός από την παρακολούθηση του σακχάρου στο αίμα μας και τη διατροφή, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη χρήση ινσουλίνης ή φαρμάκων όπως η μετφορμίνη.
Επίσης χρειάζεται παρακολούθηση των επίπεδων σακχάρου στο αίμα κατά τη διάρκεια του τοκετού. Εάν το σάκχαρο στο αίμα αυξηθεί, το μωρό μπορεί να απελευθερώσει υψηλά επίπεδα ινσουλίνης – κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα του, δηλ. υπογλυκαιμία, αμέσως μετά τη γέννηση.